υπηρετριούλα

υπηρετριούλα
η Ν
[υπηρέτρια]
μικρή, μικρόσωμη ή χαριτωμένη υπηρέτρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεραπαινίδιον — θεραπαινίδιον, το (Α) υπηρετριούλα («θεραπαινιδίου στολήν λαμβάνουσα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεράπαινα + υποκορ. καταλ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον (< χοίρος)] …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”